Καλόγερος στα ουγγρικά
Μετάφραση: καλόγερος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzetes, szerzetest, barát, szerzetesnek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλόγερος
καλόγερος δανιήλ, καλόγερος σαμουήλ, καλόγερος σπυρί, καλόγερος δανιήλ έζησε στη μονή του σινά στα τέλη τον 17ου αιώνα, καλόγερος ρούχων, καλόγερος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καλόγερος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καλπασμός στα ουγγρικά - galopp, Vágta, Gallop, galoppozni, vágtában
- καλόβουλος στα ουγγρικά - jótékony, edzett, temperált, hőkezelt, nemesített, megeresztett
- καλόκαρδος στα ουγγρικά - jószívű, jólelkű, a jószívű, jószívû, jóságos
- καλός στα ουγγρικά - válfaj, jó, a jó, jó ár, jól, helyes
Τυχαίες λέξεις
Καλόγερος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szerzetes, szerzetest, barát, szerzetesnek
Μεταφράσεις: szerzetes, szerzetest, barát, szerzetesnek