Καλόγερος στα ουκρανικά

Μετάφραση: καλόγερος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монах, чернець
Καλόγερος στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλόγερος

καλόγερος δανιήλ, καλόγερος σαμουήλ, καλόγερος σπυρί, καλόγερος δανιήλ έζησε στη μονή του σινά στα τέλη τον 17ου αιώνα, καλόγερος ρούχων, καλόγερος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καλόγερος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καλπασμός στα ουκρανικά - галоп, галопом
  • καλόβουλος στα ουκρανικά - зичливий, добродійний, благодійницький, загартований, загартована, гартований
  • καλόκαρδος στα ουκρανικά - добродушний, добрий, добра, добру
  • καλός στα ουκρανικά - придатний, добрий, добрячий, дитина, гарний, смачний, дитино, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλόγερος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: монах, чернець