Καλόγερος στα ιταλικά
Μετάφραση: καλόγερος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monaco, frate, monk, monaci, monaca
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλόγερος
καλόγερος δανιήλ, καλόγερος σαμουήλ, καλόγερος σπυρί, καλόγερος δανιήλ έζησε στη μονή του σινά στα τέλη τον 17ου αιώνα, καλόγερος ρούχων, καλόγερος λεξικό γλώσσας ιταλικά, καλόγερος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καλπασμός στα ιταλικά - galoppare, galoppo, Gallop, galoppo Evento, al galoppo
- καλόβουλος στα ιταλικά - benevolo, caritatevole, temperato, temprato, temperata, temperati
- καλόκαρδος στα ιταλικά - di animo gentile, di buon cuore, buon cuore, gentile, cuore gentile
- καλός στα ιταλικά - cortese, bello, utile, razza, buono, sorta, benevolo, ...
Τυχαίες λέξεις
Καλόγερος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: monaco, frate, monk, monaci, monaca
Μεταφράσεις: monaco, frate, monk, monaci, monaca