Καυγαδίζω στα δανικά

Μετάφραση: καυγαδίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skænderi, mundhuggeri, skændes, mundhugges, kævl
Καυγαδίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυγαδίζω

καυγαδίζω λεξικό γλώσσας δανικά, καυγαδίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατώτερος στα δανικά - Junior, Juniorsuite, yngre, ungdomsholdet
  • καυγάς στα δανικά - skænderi, mundhuggeri, slagsmål, Brawl, slåskamp
  • καυσαέριο στα δανικά - røg, udstødningsgas, udstødningsgassen, udstødningsgassens, røggassen
  • καυστήρας στα δανικά - brænder, brænderen, brænderens
Τυχαίες λέξεις
Καυγαδίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skænderi, mundhuggeri, skændes, mundhugges, kævl