Κλέβω στα δανικά
Μετάφραση: κλέβω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stjæle, bedrage, thieve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλέβω
κλέβω εκκλησία, κλέβω στα αγγλικά, κλέβω internet, κόβω κλίση, κλέβω ονειροκρίτης, κλέβω λεξικό γλώσσας δανικά, κλέβω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κλάσμα στα δανικά - fraktion, del, brøkdel, fraktionen
- κλάψιμο στα δανικά - klapsimo
- κλήμα στα δανικά - vinstok, vin, vinranke, druesorter, vinstokken
- κλήρος στα δανικά - andel, dele, del, præster, gejstlige, præsteskab, gejstlighed, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλέβω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stjæle, bedrage, thieve
Μεταφράσεις: stjæle, bedrage, thieve