Κληροδοτώ στα δανικά

Μετάφραση: κληροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
testamentere, efterlader, testamenterer, at testamentere, lade gå i arv
Κληροδοτώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κληροδοτώ

κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ english, κληροδοτώ συνώνυμα, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ translate, κληροδοτώ λεξικό γλώσσας δανικά, κληροδοτώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κλειτορίδα στα δανικά - klitoris, klit, Clit
  • κλεφτός στα δανικά - Thieves, tyve, tyveknægte, Tyvene, røvere
  • κληρονομιά στα δανικά - arv, kulturarv, kulturarven, af kulturarven
  • κληρονομικός στα δανικά - arvelig, arvelige, arveligt, nedarvet, hereditært
Τυχαίες λέξεις
Κληροδοτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: testamentere, efterlader, testamenterer, at testamentere, lade gå i arv