Κληροδοτώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: κληροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užrašyti, testamentu palikti, palikti, testamentu, palikti testamentu, palikti paveldėtojams
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κληροδοτώ
κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ english, κληροδοτώ συνώνυμα, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ translate, κληροδοτώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κληροδοτώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κλειτορίδα στα λιθουανικά - varputė, clit
- κλεφτός στα λιθουανικά - vagys, Thieves, vagims, vagių, plėšikai
- κληρονομιά στα λιθουανικά - paveldas, palikimas, registro, paveldo, Vietovių registro, paveldą
- κληρονομικός στα λιθουανικά - paveldimas, paveldima, paveldimos, paveldėtas, paveldimi
Τυχαίες λέξεις
Κληροδοτώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užrašyti, testamentu palikti, palikti, testamentu, palikti testamentu, palikti paveldėtojams
Μεταφράσεις: užrašyti, testamentu palikti, palikti, testamentu, palikti testamentu, palikti paveldėtojams