Κληροδοτώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κληροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заповідати, завищують, заповісти, відмовити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κληροδοτώ
κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ english, κληροδοτώ συνώνυμα, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ translate, κληροδοτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κληροδοτώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κλειτορίδα στα ουκρανικά - клітор
- κλεφτός στα ουκρανικά - злодійкуватий, хитрий, скритий, тайний, злодії, крадії
- κληρονομιά στα ουκρανικά - спадковий, спадкоємний, спадщина, спадщину, спадок, доробок, спадщини
- κληρονομικός στα ουκρανικά - традиційний, спадкоємний, спадковий, спадкового, родової
Τυχαίες λέξεις
Κληροδοτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заповідати, завищують, заповісти, відмовити
Μεταφράσεις: заповідати, завищують, заповісти, відмовити