Κληροδοτώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: κληροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nalaten, vermaken, na te laten, testament maken
Κληροδοτώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κληροδοτώ

κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ english, κληροδοτώ συνώνυμα, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ translate, κληροδοτώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κληροδοτώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κλειτορίδα στα ολλανδικά - clit
  • κλεφτός στα ολλανδικά - dieven, Thieves, de dieven, rovers
  • κληρονομιά στα ολλανδικά - versterf, versterving, erfenis, boedel, erfdeel, erfstuk, erfgoed, ...
  • κληρονομικός στα ολλανδικά - overerfelijk, erfelijk, erfelijke, hereditaire, de erfelijke
Τυχαίες λέξεις
Κληροδοτώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nalaten, vermaken, na te laten, testament maken