Κουρδίζω στα δανικά

Μετάφραση: κουρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
melodi, vind, tune, melodien, indstille, stille
Κουρδίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρδίζω

κουρδίζω κιθάρα, κουρδίζω την κιθάρα, κουρδίζω αγγλικά, κουρδίζω λεξικό γλώσσας δανικά, κουρδίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κουρασμένος στα δανικά - træt, trætte
  • κουραφέξαλα στα δανικά - nødder, møtrikker, møtrikkerne, nuts
  • κουρελιασμένος στα δανικά - lasede, laset, forhutlet, frynset, flossede
  • κουρεύω στα δανικά - klippe, høst, fleece, pels
Τυχαίες λέξεις
Κουρδίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: melodi, vind, tune, melodien, indstille, stille