Κουρδίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: κουρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vísalag, liðast, vindur, lag, stilla, stillt, stillir, stilling
Κουρδίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρδίζω

κουρδίζω κιθάρα, κουρδίζω την κιθάρα, κουρδίζω αγγλικά, κουρδίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κουρδίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κουρασμένος στα ισλανδικά - þreyttur, þreytt, þreytu, þreyttur á, þreytt á
  • κουραφέξαλα στα ισλανδικά - hnetur, rær, hnetum, rÃ|r
  • κουρελιασμένος στα ισλανδικά - Tattered, skörðótt
  • κουρεύω στα ισλανδικά - Fleece, flís, Flísefni, reyfið, efnishlutfall
Τυχαίες λέξεις
Κουρδίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vísalag, liðast, vindur, lag, stilla, stillt, stillir, stilling