Κουρδίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κουρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вецер, наладзіць, настроіць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρδίζω
κουρδίζω κιθάρα, κουρδίζω την κιθάρα, κουρδίζω αγγλικά, κουρδίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κουρδίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κουρασμένος στα λευκορωσικά - змораны, стомлены
- κουραφέξαλα στα λευκορωσικά - арэшкі, арэхі
- κουρελιασμένος στα λευκορωσικά - абарваны, абадраны, абшарпаны, падзёрты
- κουρεύω στα λευκορωσικά - жнива, абцугi, шэрсць, воўну, поўсць, воўна, шерсть
Τυχαίες λέξεις
Κουρδίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вецер, наладзіць, настроіць
Μεταφράσεις: вецер, наладзіць, настроіць