Λάδωμα στα δανικά

Μετάφραση: λάδωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oliering, olieudskillelse, udskilning, smøring, smøres
Λάδωμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάδωμα

λάδωμα δίπλωμα οδήγησης, λάδωμα στα αγγλικα, δίπλωμα λάδωμα, λάδωμα πόρτας, λάδωμα ραπτομηχανής, λάδωμα λεξικό γλώσσας δανικά, λάδωμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κώνος στα δανικά - kegle, keglen, konus, membran, cone
  • λάβαρο στα δανικά - fane, flag, banner, banneret, bannerpapir
  • λάθος στα δανικά - skyld, ukorrekt, falsk, fejl, forkert, brist, fejltagelse, ...
  • λάκκος στα δανικά - hul, pit, grube, grav, graven
Τυχαίες λέξεις
Λάδωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oliering, olieudskillelse, udskilning, smøring, smøres