Λάδωμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: λάδωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omkoping, oliën, olien, oiling, het olien, geolied
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάδωμα
λάδωμα δίπλωμα οδήγησης, λάδωμα στα αγγλικα, δίπλωμα λάδωμα, λάδωμα πόρτας, λάδωμα ραπτομηχανής, λάδωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λάδωμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κώνος στα ολλανδικά - kegel, conus, cone, kegel van, De kegel
- λάβαρο στα ολλανδικά - vaandel, vaan, dundoek, standaard, vendel, wimpel, veldteken, ...
- λάθος στα ολλανδικά - verkeerd, vergissing, loos, onwaar, vals, defect, abuis, ...
- λάκκος στα ολλανδικά - valkuil, steengroeve, groef, groeve, val, greppel, gracht, ...
Τυχαίες λέξεις
Λάδωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: omkoping, oliën, olien, oiling, het olien, geolied
Μεταφράσεις: omkoping, oliën, olien, oiling, het olien, geolied