Λάδωμα στα ιταλικά
Μετάφραση: λάδωμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione, oliatura, lubrificazione, di lubrificazione, disoleatura, di oliatura
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάδωμα
λάδωμα δίπλωμα οδήγησης, λάδωμα στα αγγλικα, δίπλωμα λάδωμα, λάδωμα πόρτας, λάδωμα ραπτομηχανής, λάδωμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, λάδωμα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κώνος στα ιταλικά - cono, cono di, cone, del cono, a cono
- λάβαρο στα ιταλικά - stendardo, vessillo, bandiera, striscione, Banner, della bandiera, la bandiera
- λάθος στα ιταλικά - colpa, scorretto, vizio, difettoso, difetto, sbaglio, infondato, ...
- λάκκος στα ιταλικά - cava, fossa, fosso, buca, pit, box
Τυχαίες λέξεις
Λάδωμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: corruzione, oliatura, lubrificazione, di lubrificazione, disoleatura, di oliatura
Μεταφράσεις: corruzione, oliatura, lubrificazione, di lubrificazione, disoleatura, di oliatura