Λεηλατώ στα δανικά
Μετάφραση: λεηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plyndre, strejftog, razzia, indtog, udflugt, plyndringstogt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλατώ
λεηλατώ συνώνυμα, λεηλατώ βικιλεξικο, λεηλατώ σημαινει, λεηλατώ λεξικο, λεηλατώ αγγλικά, λεηλατώ λεξικό γλώσσας δανικά, λεηλατώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- λεζάντα στα δανικά - billedtekst, billedteksten, caption, overskriften, overskrift
- λεηλασία στα δανικά - fyringen, afskedigelse, fyre, fyring, afskedigelsen
- λειαίνω στα δανικά - planish
- λειτουργία στα δανικά - embede, fungere, arbejde, virke, formål, operation, funktion, ...
Τυχαίες λέξεις
Λεηλατώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plyndre, strejftog, razzia, indtog, udflugt, plyndringstogt
Μεταφράσεις: plyndre, strejftog, razzia, indtog, udflugt, plyndringstogt