Λεηλατώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: λεηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hadizsákmány, fosztogat, behatolás, fosztogatás, betörését, betörése
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλατώ
λεηλατώ συνώνυμα, λεηλατώ βικιλεξικο, λεηλατώ σημαινει, λεηλατώ λεξικο, λεηλατώ αγγλικά, λεηλατώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λεηλατώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λεζάντα στα ουγγρικά - képszöveg, képaláírás, felirat, caption, feliratot, képaláírást
- λεηλασία στα ουγγρικά - elprédálás, zsákvászon, zsákolás, menesztése, menesztését, kirúgását
- λειαίνω στα ουγγρικά - simára kalapál
- λειτουργία στα ουγγρικά - rendeltetés, üzemeltetés, függvény, funkció, tisztség, funkciót, funkcióval, ...
Τυχαίες λέξεις
Λεηλατώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hadizsákmány, fosztogat, behatolás, fosztogatás, betörését, betörése
Μεταφράσεις: hadizsákmány, fosztogat, behatolás, fosztogatás, betörését, betörése