Λύνω στα δανικά
Μετάφραση: λύνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
løse, at løse, løser, løsning, løsning af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λύνω
λύνω προβλήματα με ποσοστά, λύνω σύνθετα προβλήματα β δημοτικού, λύνω μάγια, λύνω προβλήματα με αντιστρόφως ανάλογα ποσά, λύνω συνώνυμα, λύνω λεξικό γλώσσας δανικά, λύνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- λόφος στα δανικά - høj, bakke, hill, bakken, ad bakken, bakker
- λύμα στα δανικά - spilde, spildevand, kloakspildevand, spildevandet, rensningsanlæg, kloakvand
- λύπη στα δανικά - angre, beklage, beklagelse, fortryde, sorg, tristhed, bedrøvelse, ...
- λύση στα δανικά - opløsning, løsning, opløsningen, løsningen
Τυχαίες λέξεις
Λύνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: løse, at løse, løser, løsning, løsning af
Μεταφράσεις: løse, at løse, løser, løsning, løsning af