Λύνω στα σουηδικά
Μετάφραση: λύνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beslut, lösa, löser, att lösa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λύνω
λύνω προβλήματα με ποσοστά, λύνω σύνθετα προβλήματα β δημοτικού, λύνω μάγια, λύνω προβλήματα με αντιστρόφως ανάλογα ποσά, λύνω συνώνυμα, λύνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, λύνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λόφος στα σουηδικά - berg, kulle, backe, Hill, kullen, backen
- λύμα στα σουηδικά - slösa, avloppsvatten, avlopp, avlopps, avloppsvattnet, i avlopps
- λύπη στα σουηδικά - sorg, beklaga, vemod, ångra, sorgsenhet, sorgen, bedrövelse
- λύση στα σουηδικά - lösning, lösningen
Τυχαίες λέξεις
Λύνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: beslut, lösa, löser, att lösa
Μεταφράσεις: beslut, lösa, löser, att lösa