Λύνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λύνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solucionar, depoimento, declaração, desempatar, resolver, definição, resolução, dissolver, solução, resolver os, resolve
Λύνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λύνω

λύνω προβλήματα με ποσοστά, λύνω σύνθετα προβλήματα β δημοτικού, λύνω μάγια, λύνω προβλήματα με αντιστρόφως ανάλογα ποσά, λύνω συνώνυμα, λύνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λύνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λόφος στα πορτογαλικά - monte, estrada, colina, morro, hill, do monte
  • λύμα στα πορτογαλικά - desperdício, desperdiçar, resíduos, desbaratar, dissipar, vespa, esgoto, ...
  • λύπη στα πορτογαλικά - pesar, lamentar, aflição, documentar, saudades, matricular, deplorar, ...
  • λύση στα πορτογαλικά - solução, solução de, solu�o, uma solução, soluções
Τυχαίες λέξεις
Λύνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: solucionar, depoimento, declaração, desempatar, resolver, definição, resolução, dissolver, solução, resolver os, resolve