Μαμά στα δανικά

Μετάφραση: μαμά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mumie, mum, mor
Μαμά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαμά

μαμά τόνι φράνκα ράμε ομάδα πείρα(γ)μα, μαμά δεν τρώω πράσινα, μαμά μην κλαις θα τα λέμε στο skype, μαμά θα κάνω μπάντα, μαμά μαθαίνω dvd, μαμά λεξικό γλώσσας δανικά, μαμά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαλλιαρός στα δανικά - uldne, ulden, uldagtig, uldent, blakket
  • μαλώνω στα δανικά - lambaste, gennemhegler
  • μαμούδι στα δανικά - mamoudi
  • μανία στα δανικά - mani, Mania, manier
Τυχαίες λέξεις
Μαμά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mumie, mum, mor