Μαμά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μαμά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mãezinha, mãe, mamã, mum, a mamã, mamã do
Μαμά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαμά

μαμά τόνι φράνκα ράμε ομάδα πείρα(γ)μα, μαμά δεν τρώω πράσινα, μαμά μην κλαις θα τα λέμε στο skype, μαμά θα κάνω μπάντα, μαμά μαθαίνω dvd, μαμά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαμά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μαλλιαρός στα πορτογαλικά - peludo, piloso, lanoso, woolly, lã, de lã
  • μαλώνω στα πορτογαλικά - ridicularizar, espancar, lambaste, desancar
  • μαμούδι στα πορτογαλικά - micróbio, grelo, germes, insecto, broto, germe, erro, ...
  • μανία στα πορτογαλικά - pano, mania, a mania, mania de, mania do, de mania
Τυχαίες λέξεις
Μαμά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mãezinha, mãe, mamã, mum, a mamã, mamã do