Μαμά στα ολλανδικά
Μετάφραση: μαμά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mamma, mama, mummie, mammie, moeder, mum, het Mamma van
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαμά
μαμά τόνι φράνκα ράμε ομάδα πείρα(γ)μα, μαμά δεν τρώω πράσινα, μαμά μην κλαις θα τα λέμε στο skype, μαμά θα κάνω μπάντα, μαμά μαθαίνω dvd, μαμά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαμά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μαλλιαρός στα ολλανδικά - ruigharig, harig, ruig, wollig, wollige, wolharige, wollen, ...
- μαλώνω στα ολλανδικά - aftuigen, afranselen, scherp kritiseren
- μαμούδι στα ολλανδικά - kiem, zaad, zaadkiem, fout, ziektekiem, microbe, boeg, ...
- μανία στα ολλανδικά - heftigheid, razen, razernij, woede, manie, Mania, manie van, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαμά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mamma, mama, mummie, mammie, moeder, mum, het Mamma van
Μεταφράσεις: mamma, mama, mummie, mammie, moeder, mum, het Mamma van