Μανίκι στα δανικά

Μετάφραση: μανίκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ærme, muffen, muffe, ærmet, bøsningen
Μανίκι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανίκι

μανίκι tattoo, μανίκι ρεγκλάν, μανίκι τατουάζ, μανίκι στομάχου, μανίκι συμπίεσης, μανίκι λεξικό γλώσσας δανικά, μανίκι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαμούδι στα δανικά - mamoudi
  • μανία στα δανικά - mani, Mania, manier
  • μανδύας στα δανικά - kappe, kappen, mantle, emner af, emner til
  • μανεκέν στα δανικά - model, mannequin, mannequiner, modelmand, mannequinen
Τυχαίες λέξεις
Μανίκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ærme, muffen, muffe, ærmet, bøsningen