Μανίκι στα λιθουανικά
Μετάφραση: μανίκι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvorė, mova, rankovė, rankovėmis, sleeve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανίκι
μανίκι tattoo, μανίκι ρεγκλάν, μανίκι τατουάζ, μανίκι στομάχου, μανίκι συμπίεσης, μανίκι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μανίκι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μαμούδι στα λιθουανικά - blakė, mikrobas, mamoudi
- μανία στα λιθουανικά - įniršis, įtūžis, manija, Mania, manijos, silpnybė
- μανδύας στα λιθουανικά - apsiaustas, užuolaida, uždanga, skraistė, mantija, gaubtas, apvalkalas, ...
- μανεκέν στα λιθουανικά - manekenas, manekeno, Mannequin
Τυχαίες λέξεις
Μανίκι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įvorė, mova, rankovė, rankovėmis, sleeve
Μεταφράσεις: įvorė, mova, rankovė, rankovėmis, sleeve