Μανίκι στα ιταλικά
Μετάφραση: μανίκι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manica, manicotto, del manicotto, manicotto del, manicotto di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανίκι
μανίκι tattoo, μανίκι ρεγκλάν, μανίκι τατουάζ, μανίκι στομάχου, μανίκι συμπίεσης, μανίκι λεξικό γλώσσας ιταλικά, μανίκι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μαμούδι στα ιταλικά - difetto, cimice, mamoudi
- μανία στα ιταλικά - furia, furore, imperversare, infierire, rabbia, corruccio, mania, ...
- μανδύας στα ιταλικά - manto, tabarro, mantello, del mantello, il mantello, manto di
- μανεκέν στα ιταλικά - campione, indossatrice, modellino, modellare, plasmare, modello, manichino, ...
Τυχαίες λέξεις
Μανίκι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: manica, manicotto, del manicotto, manicotto del, manicotto di
Μεταφράσεις: manica, manicotto, del manicotto, manicotto del, manicotto di