Μοναχικός στα δανικά
Μετάφραση: μοναχικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναχικός
μοναχικός καβαλάρης imdb, μοναχικός λύκος βιβλιοπαιχνιδι, μοναχικόσ καβαλάρησ κριτική, μοναχικόσ χόρχε, μοναχικός άνθρωπος, μοναχικός λεξικό γλώσσας δανικά, μοναχικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- μοναδικός στα δανικά - eneste, ental, unik, unikke, enestående, unikt, entydigt
- μοναξιά στα δανικά - ensomhed, ensomheden
- μοναχός στα δανικά - alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder
- μονοκόμματος στα δανικά - ét stykke, et stykke, i ét stykke, en brik, i et stykke
Τυχαίες λέξεις
Μοναχικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt
Μεταφράσεις: isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt