Μόνο στα δανικά

Μετάφραση: μόνο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
alene, ensom, bare, eneste, isoleret, kun, blot, udelukkende
Μόνο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνο

μόνο για τη λέσβο, μόνο μαζί σου, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, μόνο αυτό ζητώ στίχοι, μόνο μαζί σου μπορώ να ονειρεύομαι, μόνο λεξικό γλώσσας δανικά, μόνο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μόνιμα στα δανικά - permanent, fast, varigt, stadighed, permanent at
  • μόνιμος στα δανικά - beboer, borger, permanent, permanente, fast, faste, varig
  • μόνος στα δανικά - isoleret, alene, ensom, eneste, enkelt, kun, blot, ...
  • μόριο στα δανικά - partikel, molekyle, molekylet
Τυχαίες λέξεις
Μόνο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: alene, ensom, bare, eneste, isoleret, kun, blot, udelukkende