Νοτισμένος στα δανικά
Μετάφραση: νοτισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fugtig, fugtigt, fugt, fugtige, fugtet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοτισμένος
νοτισμένος συνόνυμα, νοτισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, νοτισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- νοστιμίζω στα δανικά - årstid, sæson, relish, nyde, begejstret, smage, chutney
- νοτερός στα δανικά - udtalt, udtales, udtalte, markant, afsagt
- νουθεσία στα δανικά - formaning, formaning om, påmindelse, formaningen
- νουθετώ στα δανικά - lektie, foredrag, formane, formaner, påtale, en påtale, påminde
Τυχαίες λέξεις
Νοτισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fugtig, fugtigt, fugt, fugtige, fugtet
Μεταφράσεις: fugtig, fugtigt, fugt, fugtige, fugtet