Νοτισμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: νοτισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vochtig, vocht, vochtige, natte, een vochtige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοτισμένος
νοτισμένος συνόνυμα, νοτισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοτισμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νοστιμίζω στα ολλανδικά - adapteren, monteren, kruiden, aanpassen, seizoen, aanbrengen, jaargetijde, ...
- νοτερός στα ολλανδικά - geprononceerd, uitgesproken, uitgesproken als, spreek, spreek uit
- νουθεσία στα ολλανδικά - vermaning, waarschuwing, aansporing, aanmaning, lering
- νουθετώ στα ολλανδικά - aansporen, manen, waarschuwen, voordracht, spreken, aanmanen, spreekbeurt, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοτισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vochtig, vocht, vochtige, natte, een vochtige
Μεταφράσεις: vochtig, vocht, vochtige, natte, een vochtige