Νοτισμένος στα εσθονικά
Μετάφραση: νοτισμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
niiske, niisket, niisketes, niisketesse, niisked
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοτισμένος
νοτισμένος συνόνυμα, νοτισμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, νοτισμένος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- νοστιμίζω στα εσθονικά - aastaaeg, küpsema, karastuma, maik, mõnu, nautima, hõrgutis, ...
- νοτερός στα εσθονικά - rõske, lige, ilmekas, hääldatakse, väljendunud, kuulutatakse, hääldada
- νουθεσία στα εσθονικά - manitsus, noomitus, manitsust, manitsuseks, manitsuses
- νουθετώ στα εσθονικά - lugema, loeng, hoiatama, noomima, manitseda, hoiatage, noomige
Τυχαίες λέξεις
Νοτισμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: niiske, niisket, niisketes, niisketesse, niisked
Μεταφράσεις: niiske, niisket, niisketes, niisketesse, niisked