Νοτισμένος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: νοτισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влажна, влажни, влажен, влажното, мокра
Νοτισμένος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοτισμένος

νοτισμένος συνόνυμα, νοτισμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, νοτισμένος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • νοστιμίζω στα σλαβομακεδονικά - мезе, пријатно ми е, имам арома, пријатно ми, уживаат во
  • νοτερός στα σλαβομακεδονικά - изречена, изговара, изрекува, изрече, се изговара
  • νουθεσία στα σλαβομακεδονικά - опомена, предупредување, опомената, укор, предупредувањето
  • νουθετώ στα σλαβομακεδονικά - admonish, поучавам
Τυχαίες λέξεις
Νοτισμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: влажна, влажни, влажен, влажното, мокра