Ολική στα δανικά
Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samlede, alt, total, samlet, i alt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολική
ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας δανικά, ολική στα δανικά
Μεταφράσεις
- ολίσθημα στα δανικά - slip, glide, skridsikker, følgesedlen, tag
- ολιγολογία στα δανικά - taciturnity
- ολικός στα δανικά - total, beløb, hele, sum, fuld, samlede, alt, ...
- ολισθηρός στα δανικά - glat, glatte, slippery
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samlede, alt, total, samlet, i alt
Μεταφράσεις: samlede, alt, total, samlet, i alt