Ομορφιά στα δανικά
Μετάφραση: ομορφιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skønhed, skønheden, smukke, beauty
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομορφιά
ομορφιά και ευεξία, ομορφιά είναι το σχήμα που δίνει στα πράγματα η αγάπη, ομορφιά συνώνυμα, ομορφιά ψυχής, ομορφιά και υγεία, ομορφιά λεξικό γλώσσας δανικά, ομορφιά στα δανικά
Μεταφράσεις
- ομολογία στα δανικά - homologi, homologien, homolog
- ομολογώ στα δανικά - skrifte, bekende, tilstå, indrømme, bekender
- ομοσπονδία στα δανικά - føderation, forbund, sammenslutning, Federation, Føderations
- ομοσπονδιακός στα δανικά - Federal, føderale, føderal, føderalt, Føderative
Τυχαίες λέξεις
Ομορφιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skønhed, skønheden, smukke, beauty
Μεταφράσεις: skønhed, skønheden, smukke, beauty