Ορυκτολογία στα δανικά
Μετάφραση: ορυκτολογία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mineralogi, mineralogien, mineralogy, mineralogisk, for mineralogi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορυκτολογία
ορυκτολογία κρυσταλλογραφία, ορυκτολογία βιβλίο, ορυκτολογία πετρολογία, ορυκτολογία λεξικό γλώσσας δανικά, ορυκτολογία στα δανικά
Μεταφράσεις
- οροφή στα δανικά - tag, taget, roof
- ορτύκι στα δανικά - vagtel, vagtler, Vagtel, quail, vagtelæg
- ορυκτό στα δανικά - malm, mineral, mineralsk, mineralske, mineralvand, mineraler
- ορυχείο στα δανικά - hul, mine, minen, min, mit, miner
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτολογία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mineralogi, mineralogien, mineralogy, mineralogisk, for mineralogi
Μεταφράσεις: mineralogi, mineralogien, mineralogy, mineralogisk, for mineralogi