Ορυκτολογία στα λιθουανικά

Μετάφραση: ορυκτολογία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mineralogija, mineralogijos
Ορυκτολογία στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυκτολογία

ορυκτολογία κρυσταλλογραφία, ορυκτολογία βιβλίο, ορυκτολογία πετρολογία, ορυκτολογία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορυκτολογία στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • οροφή στα λιθουανικά - stogas, stogo, stogą, stogų, stogu
  • ορτύκι στα λιθουανικά - putpelė, putpelių, putpelės, kurapka
  • ορυκτό στα λιθουανικά - rūda, mineralinis, mineralinio, mineralinės, mineralinių, mineralinė
  • ορυχείο στα λιθουανικά - karjeras, duobė, skaldykla, pragaras, mano, minų, kasyklos, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτολογία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: mineralogija, mineralogijos