Ορυκτολογία στα πολωνικά

Μετάφραση: ορυκτολογία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mineralogia, Mineralogii, Mineralogy, mineralogiczny, mineralogię
Ορυκτολογία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυκτολογία

ορυκτολογία κρυσταλλογραφία, ορυκτολογία βιβλίο, ορυκτολογία πετρολογία, ορυκτολογία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ορυκτολογία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • οροφή στα πολωνικά - dach, zadaszenie, podniebienie, dachu, na dachu, dachowy, roof
  • ορτύκι στα πολωνικά - przepiórka, obalić, przemoc, obalać, ociągać, lękać, cofać, ...
  • ορυκτό στα πολωνικά - ruda, kruszec, mineralny, minerał, mineralnych, mineralna, mineralnej
  • ορυχείο στα πολωνικά - szyb, pestka, dołować, kopalnie, kopalnia, wądół, dół, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτολογία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: mineralogia, Mineralogii, Mineralogy, mineralogiczny, mineralogię