Ορυκτολογία στα ρωσικά
Μετάφραση: ορυκτολογία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
минералогия, минералогии, минералогию, минералогических, минералогический
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορυκτολογία
ορυκτολογία κρυσταλλογραφία, ορυκτολογία βιβλίο, ορυκτολογία πετρολογία, ορυκτολογία λεξικό γλώσσας ρωσικά, ορυκτολογία στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- οροφή στα ρωσικά - кров, убежище, прибежище, кровля, крыть, приют, крыша, ...
- ορτύκι στα ρωσικά - перепёлка, робеть, створаживаться, перепел, дрогнуть, спасовать, струсить, ...
- ορυκτό στα ρωσικά - металл, руда, минеральная, минеральной, минеральных, минерал, минерального
- ορυχείο στα ρωσικά - западня, парник, ловушка, противостоять, рябина, яма, могила, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτολογία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: минералогия, минералогии, минералогию, минералогических, минералогический
Μεταφράσεις: минералогия, минералогии, минералогию, минералогических, минералогический