Ορυκτολογία στα ισλανδικά

Μετάφραση: ορυκτολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Steindafræði
Ορυκτολογία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυκτολογία

ορυκτολογία κρυσταλλογραφία, ορυκτολογία βιβλίο, ορυκτολογία πετρολογία, ορυκτολογία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ορυκτολογία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οροφή στα ισλανδικά - þak, þaki, þakið, þakinu
  • ορτύκι στα ισλανδικά - Quail
  • ορυκτό στα ισλανδικά - steinefni, steinefna, steinasafn, steinefnum, steinaríkinu
  • ορυχείο στα ισλανδικά - gröf, náma, minn, mitt, mín, námu, Mine
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτολογία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Steindafræði