Παντρεμένος στα δανικά

Μετάφραση: παντρεμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gift, giftede, giftede sig, gift med, blev gift
Παντρεμένος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παντρεμένος

παντρεμένος με αλλοδαπή ο καραϊσκάκης της χρυσής αυγής, παντρεμένος με παιδιά, παντρεμένος μπασκετμπολίστας άφησε έγκυο 18χρονη, παντρεμένος ερωτευμένος με άλλη, παντρεμένος ονειροκρίτης, παντρεμένος λεξικό γλώσσας δανικά, παντρεμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παντρειά στα δανικά - ægteskab, gifte sig, gifte, gifte sig med, at gifte sig, at gifte sig med
  • παντρεμένη στα δανικά - gift, giftede, giftede sig, gift med, blev gift
  • παντρεύομαι στα δανικά - wed, ons, on, onsdag
  • παντόφλα στα δανικά - tøffel, sko, slipper, tøflen, hjemmesko
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gift, giftede, giftede sig, gift med, blev gift