Παντρεμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: παντρεμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεμένος
παντρεμένος με αλλοδαπή ο καραϊσκάκης της χρυσής αυγής, παντρεμένος με παιδιά, παντρεμένος μπασκετμπολίστας άφησε έγκυο 18χρονη, παντρεμένος ερωτευμένος με άλλη, παντρεμένος ονειροκρίτης, παντρεμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παντρεμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παντρειά στα λιθουανικά - žmona, vesdami, santuokos, tuokėsi, tuoktis
- παντρεμένη στα λιθουανικά - vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo
- παντρεύομαι στα λιθουανικά - trečiadienis, sutuokti, derintis, Wed, ištekėti, susituokti
- παντόφλα στα λιθουανικά - šlepetė, šliurė, šlepenti, slankiklis, kryžgalvė
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo
Μεταφράσεις: vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo