Παραγωγικός στα δανικά
Μετάφραση: παραγωγικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugtbar, produktiv, produktive, produktivt, produktionskapacitet, produktivitet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραγωγικός
παραγωγικός συντελεστής, παραγωγικός συνώνυμα, παραγωγικός συλλογισμός ασκησεις, παραγωγικός συλλογισμός παραδειγματα, παραγωγικός συνεταιρισμός γυναικών κοκκινογείων δράμας σ.π.ε, παραγωγικός λεξικό γλώσσας δανικά, παραγωγικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- παραγραφή στα δανικά - recept, bortfalder, bortfald, lapse, forældelse
- παραγωγή στα δανικά - produktion, produktionen, fremstilling, produktions-, produktion af
- παραγωγικότητα στα δανικά - produktivitet, produktiviteten, produktivitetsvækst
- παραγωγός στα δανικά - fabrikant, producer, producent, producenten, producents, producenter
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frugtbar, produktiv, produktive, produktivt, produktionskapacitet, produktivitet
Μεταφράσεις: frugtbar, produktiv, produktive, produktivt, produktionskapacitet, produktivitet