Παραγωγικός στα ιταλικά

Μετάφραση: παραγωγικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
produttivo, produttiva, produttivi, produttive, produttività
Παραγωγικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραγωγικός

παραγωγικός συντελεστής, παραγωγικός συνώνυμα, παραγωγικός συλλογισμός ασκησεις, παραγωγικός συλλογισμός παραδειγματα, παραγωγικός συνεταιρισμός γυναικών κοκκινογείων δράμας σ.π.ε, παραγωγικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, παραγωγικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • παραγραφή στα ιταλικά - prescrizione, ricetta, lasso, periodo, intervallo, lasso di, errore
  • παραγωγή στα ιταλικά - gettito, prodotto, fruttare, ricavo, resa, profitto, produzione, ...
  • παραγωγικότητα στα ιταλικά - produttività, la produttività, della produttività, di produttività, produttività del
  • παραγωγός στα ιταλικά - fabbricante, fabbricatore, produttore, produttori, produzione, produttore di, di produttori
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: produttivo, produttiva, produttivi, produttive, produttività