Πεισματάρης στα δανικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stædig, stædige, genstridige, stædigt
Πεισματάρης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας δανικά, πεισματάρης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα δανικά - fristelse, fristelsen, fristelsen til, fristelser, fristende
  • πειρατής στα δανικά - pirat, Pirate, sørøver, pirats
  • πεισματικά στα δανικά - stædigt, hårdnakket, vedholdende, stædig
  • πεισμωμένος στα δανικά - peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stædig, stædige, genstridige, stædigt