Πεισματάρης στα ιταλικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ostinato, pervicace, cocciuto, testardo, testarda, ostinata, testardi
Πεισματάρης στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεισματάρης στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα ιταλικά - tentazione, tentazioni, la tentazione, tentazione di, di tentazione
  • πειρατής στα ιταλικά - pirata, corsaro, pirati, dei pirati, pirate, del pirata
  • πεισματικά στα ιταλικά - ostinatamente, caparbiamente, testardamente, tenacemente, ostinazione
  • πεισμωμένος στα ιταλικά - pervicace, ostinato, testardo, cocciuto, peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ostinato, pervicace, cocciuto, testardo, testarda, ostinata, testardi