Πεισματάρης στα ισλανδικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þrjóskur, þrjósk, þrjóskt, þrjóskir, þrjósku
Πεισματάρης στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πεισματάρης στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα ισλανδικά - freisting, freistni, freistingar, freistingu, freistingin
  • πειρατής στα ισλανδικά - sjóræningi, Pirate, sjóræningja
  • πεισματικά στα ισλανδικά - stubbornly, þrjósku
  • πεισμωμένος στα ισλανδικά - peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þrjóskur, þrjósk, þrjóskt, þrjóskir, þrjósku