Πεισματάρης στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўпарты, упарты, упартае, цьвёрдахрыбетны
Πεισματάρης στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πεισματάρης στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα λευκορωσικά - спакуса, спакусу, спакусе, спакушэнне, спакусы
  • πειρατής στα λευκορωσικά - пірат
  • πεισματικά στα λευκορωσικά - ўпарта, упарта, зацята, настойліва
  • πεισμωμένος στα λευκορωσικά - peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўпарты, упарты, упартае, цьвёрдахрыбетны