Πεισματάρης στα ρουμανικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încăpăţânat, încăpățânat, incapatanat, încăpățânată, incapatanati, încăpățânați
Πεισματάρης στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πεισματάρης στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα ρουμανικά - ispită, ispitei, ispita, tentație, ispite
  • πειρατής στα ρουμανικά - pirat, pirați, de pirat, de pirați, pirate
  • πεισματικά στα ρουμανικά - îndărătnic, încăpățânare, cu încăpățânare, incapatanare, cu incapatanare
  • πεισμωμένος στα ρουμανικά - încăpăţânat, peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: încăpăţânat, încăpățânat, incapatanat, încăpățânată, incapatanati, încăpățânați