Πεισματάρης στα ουκρανικά

Μετάφραση: πεισματάρης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упертий, заповзятий, наполегливий, впертий, затятий, Упертий, вперта, уперта
Πεισματάρης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματάρης

ο πεισματάρης, πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης συνώνυμα, πεισματάρης συνώνυμο, ο πεισματάρης γάιδαρος, πεισματάρης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πεισματάρης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πειρασμός στα ουκρανικά - спокуса, спокусу, спокуси
  • πειρατής στα ουκρανικά - піратство, пірат, пират
  • πεισματικά στα ουκρανικά - вперто, завзято, уперто, наполегливо, упорні
  • πεισμωμένος στα ουκρανικά - заповзятий, упертий, затятий, наполегливий, peismomenos
Τυχαίες λέξεις
Πεισματάρης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упертий, заповзятий, наполегливий, впертий, затятий, Упертий, вперта, уперта