Πλέω στα δανικά

Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sejl, sejlet, sejle, sejler, sail
Πλέω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέω

πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας δανικά, πλέω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πλένω στα δανικά - vaske, vask, Wash, Skyl, vaskes
  • πλέον στα δανικά - mest, fleste, de, de fleste, største
  • πλήθος στα δανικά - masse, opløb, crowd, mængden, publikum, tilskuerne, tilskuere
  • πλήξη στα δανικά - kedsomhed, livslede, ennui, Kjedsomhed
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sejl, sejlet, sejle, sejler, sail